- τάρροθος
- τάρροθος, ὁ,A = ἐπιτάρροθος, Lyc.360,400, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάρροθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρροθος — ὁ, Α επιτάρροθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχημ. από το ἐπιτάρροθος* «βοηθός»] … Dictionary of Greek
τάρροθοι — τάρροθος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρροθον — τάρροθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)